βολεύω

βολεύω
[волево] р. устраиваться

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βολεύω" в других словарях:

  • βολεύω — βολεύω, βόλεψα βλ. πίν. 17 (και ως απρόσ. βολεύει) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βολεύω — 1. τακτοποιώ, κάνω να χωρέσουν πράγματα σε χώρο που μάλλον δεν επαρκεί, εξοικονομώ 2. (με αντικείμενο πρόσωπο) α) τακτοποιώ, αποκαθιστώ β) τον βάζω στη θέση του, τον αποστομώνω ή τον περιορίζω γ) γαμώ 3. φρ. α) «τα βολεύω» τα καταφέρνω, με… …   Dictionary of Greek

  • βολεύω — εψα, εύτηκα, βολεμένος 1. τακτοποιώ, τοποθετώ πράγματα σε μικρό χώρο: Βόλεψα όλα τα ρούχα μου στη μικρή ντουλάπα. 2. μτφ., τακτοποιώ, διορίζω κάποιον σε δουλειά: Ο γνωστός του βουλευτής τον βόλεψε σε δημόσια υπηρεσία. 3. φρ., «Τα βολεύω»,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλοβολεύω — βολεύω, τακτοποιώ κάτι καλά …   Dictionary of Greek

  • εξοικονομώ — εξοικονόμησα, εξοικονομήθηκα, εξοικονομημένος, μτβ. 1. κατορθώνω να βρω τα μέσα για να αντιμετωπίσω μια ανάγκη, τα βολεύω πρόχειρα: Εξοικονόμησε δάνειο. 2. με αιτ. προσωπικής αντων., δίνω τα αναγκαία τα απαραίτητα σε κάποιον, τον βοηθώ, τον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοντοβολεύω — με δυσκολία βολεύω τα πράγματα, εξοικονομώ δύσκολα τα χρειώδη, τά κουτσοκαταφέρνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + βολεύω] …   Dictionary of Greek

  • αβόλευτος — η, ο [βολεύω] αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να βολευτεί, να τακτοποιηθεί, ατακτοποίητος …   Dictionary of Greek

  • βολή — Το σύνολο των αναγκαίων υπολογισμών και χειρισμών για να εκτελεστεί η σκόπευση και η εκπυρσοκρότηση των πυροβόλων όπλων, έτσι ώστε τα βλήματα να πετύχουν τον στόχο. Ανάλογα με τη θέση του όπλου και του στόχου έχουμε διάφορα είδη β. (π.χ. β.… …   Dictionary of Greek

  • βολεί — απρόσ. 1. υπάρχει χώρος, ευρυχωρία 2. είναι βολετό, δυνατό («θέλουν, μα δε βολεί να λησμονήσουν», Μαβίλης). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ευβολεί < εύβολος «επιτυχημένος, καλότυχος» (πρβλ. και λ. βολεύω)] …   Dictionary of Greek

  • βόλεμα — το [βολεύω] 1. τοποθέτηση πράγματος στη θέση του, συγύρισμα 2. πρόχειρη και προσωρινή αντιμετώπιση κάποιας δυσχέρειας 3. επιτυχία ή το να καταλάβει κάποιος μια θέση χωρίς να την αξίζει 4. συνουσία …   Dictionary of Greek

  • κουτσοβολεύω — τά καταφέρνω με δυσκολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * + βολεύω] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»